Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… … Dictionary of Greek
σημιτικός — ή, ό, Ν [Σημίτες] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σημίτες («σημιτικές γλώσσες» ομάδα γλωσσών που ομιλούνται στη βόρεια Αφρική και την εγγύς Ανατολή, η οποία περιλαμβάνει έναν από τους πέντε κλάδους τής χαμιτο σημιτικής γλωσσικής… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Φοινίκη — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου στη Χαονία. Γνώρισε μεγάλη ακμή τον 3o αι. π.Χ. Το 230 π.Χ. την κατέλαβαν Ιλλυριοί πειρατές και την κατάστρεψαν. Ξαναχτίστηκε σύντομα και επιβίωσε έως τον 6o αι. μ.Χ. Σώθηκαν αρκετά νομίσματά της, κυρίως των ρωμαϊκών… … Dictionary of Greek
γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων … Dictionary of Greek
σημιτισμός — ο, Ν ο χαρακτήρας, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τών Σημιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σημίτες + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Καιροί] … Dictionary of Greek